μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… … Dictionary of Greek
παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
ανεμομηχανή — Μηχανή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε μηχανικό έργο. Μία από τις αρχαιότερες α. είναι o ανεμόμυλος που αποτελείται από έναν οριζόντιο άξονα και ένα σύστημα γερτών πτερύγων, από ύφασμα τις περισσότερες φορές, που… … Dictionary of Greek
Σταμάτης, Κωνσταντίνος — Λόγιος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης στην υπηρεσία της Γαλλίας (Κωνσταντινούπολη 1764 Τσιβιταβέκια 1817). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πόλη και στο Βουκουρέστι πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική (1786). Έζησε τη Γαλλική Επανάσταση,… … Dictionary of Greek