ἀναιροῦνται

ἀναιροῦνται
ἀναιρέω
take up
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)
ἀναιρέω
take up
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
ἀναῑροῦνται , ἀνιερόω
dedicate
pres ind mp 3rd pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • ανεμομηχανή — Μηχανή που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε μηχανικό έργο. Μία από τις αρχαιότερες α. είναι o ανεμόμυλος που αποτελείται από έναν οριζόντιο άξονα και ένα σύστημα γερτών πτερύγων, από ύφασμα τις περισσότερες φορές, που… …   Dictionary of Greek

  • Σταμάτης, Κωνσταντίνος — Λόγιος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης στην υπηρεσία της Γαλλίας (Κωνσταντινούπολη 1764 Τσιβιταβέκια 1817). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πόλη και στο Βουκουρέστι πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική (1786). Έζησε τη Γαλλική Επανάσταση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”